- προτελευτώ
- (α) αμετ. умереть, скончаться раньше (кого-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προτελευτώ — προτελευτῶ, άω, ΝΑ πεθαίνω πρωτύτερα («ὁρῶσι τοὺς γενεαῑς πολλαῑς τῆς ἑαυτῶν γενέσεως προτελευτηκότας», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τελευτῶ (< τελευτή «τέλος ζωής, φυσικός θάνατος»)] … Dictionary of Greek
προτελευτή — ἡ, Α πρότερος θάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. < προτελευτῶ «πεθαίνω πρωτύτερα»] … Dictionary of Greek
προτελεύτησις — ήσεως, ἡ, Α προτελευτή* ή προτέλεσις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προτελευτῶ, εκτός και αν πρόκειται για εσφ. ανάγνωση αντί προτέλεσις] … Dictionary of Greek